H ΚΟΥΛΟΥΡΑ

Του Χρήστου Ντάλα

Μετέχοντας στην πετυχημένη «Γιορτή της κουλούρας», που έγινε από τον Σύλλογο των απανταχού Διστρατιωτών στον Κάμπο Τραπεζακίου την 17-08-2005, ήρθαν στο νου μου μνήμες και ένας ξεχασμένος κόσμος που υπήρξε πριν λίγες δεκαετίες και μας φαίνεται ότι πέρασαν αιώνες.

Η κουλούρα, που για τους μη ντόπιους και ιδιαίτερα τους νεώτερους φαντάζει, ίσως για κάποια λιχουδιά απ’ αυτές που φτιάχνουν τα αρτοποιία με μπόλικο σουσάμι και άλλα καρυκεύματα, ήταν το πιο απλό και ταπεινό ψωμί. Το ψωμί που τρώγαμε σ’ ολόκληρη την περιοχή Τζουμέρκων.

Δύο-τρία κιλά καλαμποκάλευρο αλεσμένο με το πίτουρο, νερό ζεματιστό (για να δέσει το ζυμάρι) και λίγο αλάτι σ’ ένα ξύλινο σκαφίδι. Ανακάτεμα μ’ ένα ξυστρί επειδή έκαιγε το νερό και εναπόθεση του ζυμαριού σε μια ξύλινη επιφάνεια, το «πλαστήρι», η οποία πρώτα είχε στρωθεί με φύλλα κουτσουπιάς, τα «κουτσουμπόφυλλα». Στο πλαστήρι γινόταν το πλάσιμο της κουλούρας (απ’ όπου και η ονομασία), ώστε να πάρει στρογγυλή μορφή και το κατάλληλο πάχος (ούτε μεγάλο, ώστε να μείνει άψητη, ούτε μικρό για να ξεραίνεται). Στο μεταξύ είχε κάψει το τζάκι με μπόλικα ξύλα και με μία μασιά καθαριζόταν η εστία του -«γωνία» τη λέγαμε- από τις στάχτες και τα κάρβουνα. Η νοικοκυρά σήκωνε το πλαστήρι από ένα χερούλι και με μία επιδέξια κίνηση άφηνε το πλασμένο ζυμάρι να γλιστρήσει μαζί με τα κουτσουμπόφυλλα πάνω στη γωνιά. Κάλυψη με τη γάστρα, με τη μασιά έμπαινε η θράκα πάνω της και σε καμιά ώρα έτοιμη η κουλούρα.

Εξαιρετικό φαγητό ζεστή κουλούρα με τυρί ή πρέντζα – το τυρί ήταν δυσεύρετο. Όταν κρύωνε τριβόταν σε ξινόγαλο και γινόταν η «τρίψα», καθημερινό φαγητό, χορταστικό θέλοντας και μη. Πρέπει να ήταν και άκρως διαιτητικό, αν κρίνουμε από το ότι τα ινστιτούτα αδυνατίσματος του χωριού δεν είχαν πολύ δουλειά, για τη γραμμή του σώματος φρόντιζε η …. τρίψα.

Στη διαδικασία παρασκευής της κουλούρας παίρναν μέρος μόνο στρογγυλά πράγματα, πλαστήρι, κουτσουμπόφυλλο, γάστρα, κουλούρα. Υπάρχει και ένα ανέκδοτο στην περιοχή. Πήγαινε λέει κάποιος για προ­ξενιό και τον συμβούλεψαν εκεί που θα πάει να λέει μόνο «στρογγυλές» κουβέντες, δηλαδή σωστές και λογι­κές. Όταν ήρθε η σειρά του «πες και συ γαμπρέ» άρχισε, κουλούρα, πλαστήρι, κουτσομπόφυλλο….

Μία συνηθισμένη ερώτηση που μας κάνουν οι ξένοι. Όταν όλη η Ελλάδα, ακόμη και οι φτωχές περιοχές, έτρωγε σιτάρι, τι ιδιοτροπία αυτή η δική μας να θέλουμε καλαμπόκι. Η ερώτηση μοιάζει λίγο με την απορία της Μαρίας Αντουανέτας -τελευταία βασίλισσα της Γαλλίας πριν την επανάσταση- η οποία, όταν της είπαν ότι ο λαός δεν έχει ψωμί να φάει, ρώτησε αφοπλιστικά «μα γιατί δεν τρώει παντεσπάνι;»

Για την απάντηση στο ερώτημα πρέπει να ληφθούν υπόψη δύο παράγοντες. Πρώτον, η αυτάρκης οικο­νομία του χωριού. Χρήματα δεν υπήρχαν, έπρεπε τα πάντα να παραχθούν. Είχες έτρωγες, δεν είχες πει­νούσες. Δεύτερον, ο μικρός κλήρος και η ποιότητα των χωραφιών. Η παραγωγή σταριού (περίπου 100 κιλά το στρέμμα) δεν έφτανε ούτε για το ένα τρίτο του χρόνου. Αντίθετα η παραγωγή καλαμποκιού (400-500 κιλά το στρέμμα όταν ήταν ποτιστικό) έφθανε και περίσσευε.

Για το λόγο αυτό τα σχετικά επίπεδα χωράφια που ποτίζονταν ήταν πολύτιμα. Οι μικροί κάμποι δίπλα στον Άραχθο (Τραπεζάκι, Φτέρη, Πολύτσανα, Κρυονέρι, Σιάντος, Σινιάγκος, Άμμος κ.λπ.) ήταν ο πλούτος της περιοχής. Ήταν νοικοκυραίοι όσοι είχαν χωράφια στους κάμπους, οι καλύτερες προίκες ήταν 2-3 στρέμματα ποτιστικό.

Η άρδευση όμως -αποκλειστικά από τον Άραχθο, επειδή δεν υπήρχε άλλη πηγή με αρκετό νερό- δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Η ιστορία της άρδευσης του κάμπου του Τραπεζακίου χρειάζεται ένα δικό της βιβλίο. Έπρεπε το νερό να έρθει από την απέναντι πλευρά του ποταμού, επειδή από τη δική του υπήρχαν συνεχείς γκρεμοί. Έπρεπε να επιλυθούν δύο τεχνικά προβλήματα, τα οποία και με τα σημερινά μέσα είναι δύσκολα. Πρώτο, να κατασκευαστεί αυλά­κι μήκους 9,0 χλμ. (η υδροληψία γινόταν στη «Λεύκα» απέναντι από το Κρυονέρι) σε δύσβατη περιοχή με μόνα εργαλεία το σκαμπάνι, το φτυάρι και το αλφάδι για να παίρνουν την κλίση του αυλακιού. Δεύτερο, να περά­σει πάνω από τον Άραχθο με μία εναέρια κατασκευή με σωλήνες και συρματόσχοινα.

Η πρώτη απόπειρα έγινε με μυθιστορηματικές συνθήκες κατά τη διάρκεια της κατοχής. Οι σωλήνες έγι­ναν με φύλλα τσίγκου από ντόπιους τεχνίτες και για συρματόσχοινα χρησιμοποιήθηκαν τηλεγραφικά καλώδια, τα οποία κλέψαν από κάπου μακριά για να μην τους ανακαλύψουν.

Η διαχείριση του νερού ήταν ένα άλλο ενδιαφέρον κεφάλαιο. Από λαϊκές συνελεύσεις αναδεικνύονταν ο «νεροφόρος», ο οποίος είχε τη συντήρηση του αυλακιού για μία αρδευτική περίοδο -συνηθισμένο τίμημα 150 οκάδες καλαμπόκι, αν θυμάμαι καλά.

Ο κάμπος ποτέ δεν κοιμόταν, το πότισμα γινόταν νύχτα-μέρα, αυτός που πότιζε είχε υποχρέωση να ειδοποιήσει τον επόμενο, σφυρίγματα, φωνές, έσφυζε από ζωή.

Η «Γιορτή της κουλούρας» έγινε στην άκρη της λίμνης, η οποία έπνιξε τον κάμπο την δεκαετία του εβδομήντα. Ήταν πολύ καλή η ιδέα του προέδρου του συλλόγου Αντ. Κοντού να γίνει στον τόπο παραγωγής της, εκεί που χτυπούσε η καρδιά μιας μικρής κοινωνίας, αντιπροσωπευτικό δείγμα όλων των άλλων της περιοχής. Ήταν ένα μνημόσυνο μιας ξεχασμένης ζωής, το οφεί­λαμε σε ένα κόσμο που χάθηκε ανεπιστρεπτί.