ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΑΡΤΑ

Η περίπτωση των χωριών Πιστιανά και Νησίστα

 

Του Χρ. Ντάλα

 

Τα δυο – τρία τελευταία χρόνια όλη η Ελλάδα βρίσκεται στον αστερισμό του κτηματολογίου.

Όλοι πρέπει να δηλώσουν τα κτήματα και τα σπίτια τους. Να οριοθετήσουν τις περιουσίες τους σε χάρτες, να βρουν τα χαρτιά που τα κατέχουν.

Βέβαια όταν λέμε περιουσία στα περισσότερα από τα χωριά μας είναι τρόπος του λέγειν. Τα περισσότερα χωράφια εγκαταλελειμμένα, έχουν γίνει δάσος, δύσκολα διακρίνεται ότι κάποτε ήταν καλλιεργήσιμο έδαφος. Τα σπίτια θεόκλειστα, κάποια δεν ανοίγουν ούτε μια φορά το χρόνο, πολλά έχουν εγκαταλειφθεί, έχουν γίνει ερείπια.

Όμως αυτά, τα εγκαταλελειμμένα,  δύσκολα θα τα αφήσουμε. Κάποιος θα ενδιαφερθεί να βρει τα όρια και τα χαρτιά τους για να τα δηλώσει στο κτηματολόγιο.

Ποια είναι όμως η ρίζα αυτών των ιδιοκτησιών στο βάθος του χρόνου;

Οι εγκαταλελειμμένες αυτές περιουσίες έχουν τη δική τους ιστορία.

Κάποια αρχή του κτηματολογίου σίγουρα φθάνει στο 1881, όταν το τμήμα του Ν. Άρτας ανατολικά του Άραχθου και η Θεσσαλία με τη συνθήκη του Βερολίνου (1878) προσαρτήθηκε στην Ελλάδα. Για τα δυτικά του Άραχθου η ρίζα του κτηματολογίου φθάνει στην απελευθέρωση μετά τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913.

 

Διάβασα στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ για τις εκδηλώσεις «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» από τον Δήμο Αρταίων για την απελευθέρωση της Άρτας (24.06.1881) από τον τουρκικό ζυγό.

Το παρόν άρθρο, που αναφέρεται ακριβώς στην εποχή που έγινε η απελευθέρωση, μπορεί να είναι συμβολή σ’ αυτόν τον εορτασμό.

 

  1. ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΤΗΣΗ ΤΟΥ 1881

Η σύντομη αναφορά στο καθεστώς πριν την προσάρτηση είναι χρήσιμη για να κατανοηθεί το οθωμανικό κράτος το οποίο το 1881 παρέδωσε στο ελληνικό. Ποια ιδιοκτησιακή κατάσταση προηγήθηκε των νομαρχιών, των Δήμων και Κοινοτήτων του Ελληνικού Κράτους. Πώς δημιουργήθηκαν τα τσιφλίκια και ποιο ιδιοκτησιακό καθεστώς παρελήφθη κατά την απελευθέρωση. Η αρχή του κτηματολογίου, με τη δημιουργία των μικροϊδιοκτησιών που κληρονομήθηκαν μέχρι σήμερα έχει τις ρίζες της σ’ αυτή την εποχή.

 

 

 

Διοικητικό καθεστώς στο τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Μια πολύ απλουστευμένη διοικητική ορολογία της οθωμανικής αυτοκρατορίας λίγο πριν την προσάρτηση με αντιστοιχίες στη σημερινή θα μπορούσε να είναι η εξής:

Βιλαέτι ή εγιαλέτι ή πασαλίκι αντίστοιχα των σημερινών περιφερειών είτε ομάδων περιφερειών. Η Άρτα υπαγόταν στο βιλαέτι των Ιωαννίνων, το οποίο περιλάμβανε το μεγαλύτερο τμήμα της σημερινής Ηπείρου, τμήμα της νότιας Αλβανίας και κατά καιρούς τμήμα της Θεσσαλίας.

Καζάς αντίστοιχο του νομού, σήμερα περιφερειακής ενότητας. Ο Καζάς της Άρτας κατείχε μια έκταση σημαντικά μεγαλύτερη του σημερινού νομού, αφού περιλάμβανε και ολόκληρο το ανατολικό κομμάτι του νομού της Πρέβεζας, όπου ανήκουν για παράδειγμα η Φιλιππιάδα, τα Μουλιανά (Γοργόμυλος) ή το Λέλοβο (Θεσπρωτικό). Το ανατολικό όριο του Καζά ταυτιζόταν με το σημερινό του νομού στον ποταμό Αχελώο , το βόρειο σε μεγάλο βαθμό και το νότιο με τα όρια του τότε ελληνικού κράτους (γραμμή Άνινου)

Ναχιγιές περίπου αντίστοιχο της επαρχίας. Οι βασικοί ναχιγιέδες του Καζά Άρτας ήταν πέντε. Τέσσερις από αυτούς αντιστοιχούν στα ορεινά διαμερίσματα του Καζά: Νοτιοανατολικά το Ραδοβίζι (περίπου οι σημερινοί δήμοι Ηρακλείας και Τετραφυλίας), βορειανατολικά τα Τζουμέρκα (περίπου οι σημερινοί δήμοι κεντρικών και βόρειων Τζουμέρκων), δυτικότερα ο Καρβασαράς (καμία σχέση με τον σημερινό Καρβασαρά / Αμφιλοχία) που περιλάμβανε περίπου την κοιλάδα του Λούρου και στο δυτικό άκρο στα σύνορα του Καζά της Πρέβεζας η Λάκκα η «Μεγάλη Λάκκα», με άλλα λόγια η κοιλάδα του Λελόβου. Στο κέντρου του Καζά εκτείνεται ο Κάμπος, γνωστός και ως «Χάσι» γιατί τα χωριά του υπαγόταν στο παλαιό σουλτανικό χάσι της Άρτας.

Το «χωριό» της Τουρκοκρατίας δεν αντιστοιχεί με τον «οικισμό» της σύγχρονης ορολογίας, έχει καθορισμένη γεωγραφική έκταση και είναι νομικό πρόσωπο. Στα «Ελευθεροχώρια» ή «Κεφαλοχώρια» η έκταση, το «σύνορο» αποτελούσε κοινόχρηστη γη των κατοίκων. Αντίθετα, στα «τσιφλίκια» οι γαίες διέπονταν από ιδιαίτερο νομικό καθεστώς και είχαν περιέλθει στην κατοχή ενός και μόνο ιδιοκτήτη.

 

Γαιοκτητικές σχέσεις πριν την προσάρτηση

Στις ηπειροθεσσαλικές επαρχίες της οθωμανικής κυριαρχίας, σύμφωνα με τον οθωμανικό νόμο περί γαιών του 1858 οι γαίες υπάγονταν σε διάφορες κατηγορίες, ιδιόκτητες (μούλκια), δημόσιες, βακουφικές, κοινή χρήση, νεκρές.

Στην περιοχή της Άρτας μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατηγορία των δημόσιων γαιών. Στις γαίες αυτές την ψιλή κυριότητα διατηρούσε το κράτος παραχωρώντας το δικαίωμα εξουσίας, ιδιαίτερα μετά τον οθωμανικό νόμο περί γαιών του 1858, σε Οθωμανούς ιδιώτες με το απαραίτητο αποδεικτικό έγγραφο ύστερα από την καταβολή χρηματικού ποσού. Αυτοί με τη σειρά τους παραχωρούσαν τη χρήση (tassaruf) σε επίμορτους καλλιεργητές, που είχαν την υποχρέωση να την καλλιεργούν και να αποδίδουν στους πρώτους ένα μερίδιο (μορτή) των καρπών (γεώμορο), το οποίο ποίκιλλε κατά τόπους (10 – 30%).

Η επέκταση των γαιών αυτής της κατηγορίας στην περιοχή της Άρτας, οφειλόταν, όχι μόνο σε λόγους θρησκευτικούς και ιστορικούς αλλά στην εκεί παρουσία του Αλή-πασά του Τεπελενλή. Εκείνος υπήγαγε στην δικαιοδοσία του, με θεμιτά αλλά και αθέμιτα μέσα, το μεγαλύτερο τμήμα της καλλιεργήσιμης γης, η οποία μετά την εξόντωσή του, δημεύτηκε από την Πύλη. Στην περιοχή της Άρτας κατείχε 78 μεγάλα τσιφλίκια. Κατόπιν το οθωμανικό δημόσιο εκποίησε, με την έναρξη του Τανζιμάτ (1839), και κυρίως μετά το νόμο περί γαιών, σε ευτελείς τιμές τη γη στην περιοχή της Άρτας, και με αυτόν τον τρόπο περιήλθαν σε λίγους Οθωμανούς υπηκόους. Το σύστημα αυτό της μεγάλης γαιοκτησίας διατηρήθηκε και μετά την προσάρτηση της περιοχής στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Και αυτό συνέβη, επειδή πολλοί Οθωμανοί φρόντισαν και πούλησαν τα κτήματά τους λίγο πριν αλλά και μετά την προσάρτηση.

Στην περιοχή της Άρτας ίσχυε επιπλέον το καθεστώς της «μπάσταινας» που ήταν θεσμός οριζόντιας ιδιοκτησίας. Ο δικαιούχος της μπασταινικής γης κατέβαλε μεν το γεώμορο στον κύριο της γης αλλά διατηρούσε το δικαίωμα να μεταβιβάζει τη γη του χωρίς την προηγούμενη έγκριση του τελευταίου. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες το 1/4 των επίμορτων καλλιεργητών των αρτινών τσιφλικιών ήταν μπασταινούχοι.

 

  1. ΟΙ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΤΗΣΗ

Η προσάρτηση της Άρτας και τμήματος του νομού ανατολικά του Αράχθου

Μετά το 1830 το νέο ελληνικό κράτος περιλάμβανε μόνο τη Στ. Ελλάδα, την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, τις Σποράδες και τα νησιά του Αργοσαρωνικού.  Το 1864 η Αγγλία παραχώρησε και τα Επτάνησα σαν προίκα της Ελλάδας για την ανάληψη της βασιλείας από τον Γεώργιο Α΄ τον Γλύξμπουργκ. Το 1878 τελειώνει ένας ακόμη Ρωσοτουρκικός πόλεμος με νίκη των Ρώσων. Στο συνέδριο του Βερολίνου το 1878 υπογράφηκε πρωτόκολλο για νέα ρύθμιση των συνόρων της Ελλάδας σε Ήπειρο – Θεσσαλία με προτεινόμενα σύνορα την γραμμή των ποταμών Καλαμά (Θυαμίς) – Σαλαμβρία (Πηνειός). Τελικά έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις η γραμμή των συνόρων κατέληξε στον Άραχθο επειδή οι Οθωμανοί προφασιζόντουσαν αντιδράσεις των Αλβανών. Η ελληνοτουρκική συμφωνία παραχώρησης της Θεσσαλίας, πλην της Ελασσόνας και τμήματος της  Ηπείρου ανατολικά του Αράχθου υπογράφηκε στις 20-06-1881. Αμέσως ξεκίνησε η εκκένωση των περιοχών από τις οθωμανικές αρχές και σε φρενίτιδα ενθουσιασμού άρχισε η κατάληψη από τον ελληνικό στρατό. Στις 23-06-1881 ο ελληνικός στρατός υπό τον υποστράτηγο Σκαρλάτο Σούτσο κατέλαβε την Άρτα «εξ ονόματος του βασιλέως Γεωργίου Α΄».

Η επίσκεψη του Γεωργίου Α’  στις νέες προσαρτημένες περιοχές έγινε τον Σεπτέμβρη 1881. Το οδοιπορικό της επίσκεψης αρχίζει από το Μενίδι, όπου ο βασιλιάς έφτασε με καράβι και στη συνέχεια υποδοχή στη γέφυρα Άννινου, που ήταν το παλαιό σύνορο της Ελλάδας. Άφιξη στην Άρτα, λόγοι από δήμαρχο, μητροπολίτη, ισραηλιτική κοινότητα και διανυκτέρευση. Περιοδεία κατά μήκος του Αράχθου, όπου τα νέα σύνορα, διανυκτέρευση στην Καλεντίνη. Αψίδα από 80 οικογένειες στη Νησίστα, γεύμα στο Κρυονέρι, διανυκτέρευση στη Μ. Αγίας Αικατερίνης στα Σχωρέτσιανα. Συνέχεια Άγναντα, γεύμα στα Πράμαντα, διανυκτέρευση σε Καλαρύτες. Αναχώρηση για Χαλίκι και ολοκλήρωση του ταξιδιού στα Τρίκαλα. Στο πικάντικο μέρος του ταξιδιού κάποια πληροφορία που γράφεται στο βιβλίο του Δ. Καρατζένη «Η εκατονταετηρίδα της Άρτας» και μεταφέρθηκε στο βιβλίο του Γ. Καλπούζου «Ιμαρέτ στη σκια του ρολογιού» ότι ο βασιλιάς στη διανυκτέρευσή του στην Άρτα και Καλαρύτες ζήτησε και είχε ντόπια γυναικεία συντροφιά.

Από τα αρνητικά στοιχεία μετά την προσάρτηση ήταν και η ύπαρξη τσιφλικιών καθώς επιδεινώθηκε η κατάσταση των καλλιεργητών με τους Έλληνες τσιφλικάδες. Ακόμη υπήρξαν επιπτώσεις στην οικονομική ζωή της Άρτας επειδή αποκόπηκε από τον πλουτοπαραγωγικό κάμπο και το λιμάνι της Σαλαώρας. Για κάποιο διάστημα το εμπορικό ενδιαφέρον μετατοπίστηκε στο «Νέο Λούρο» (σημερινή Φιλιππιάδα) όπου μετανάστευσε το μεγαλύτερο μέρος των τουρκικών οικογενειών της Άρτας και τμήματος των Εβραίων. Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά τον άτυχο ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Περί το 1900 η οθωμανική κυβέρνηση προχώρησε σε νέο κτηματολόγιο και δασμολόγιο, για τις κατεχόμενες περιοχές με αποτέλεσμα να τετραπλασιαστεί η φορολογία για τους αρτινούς ιδιοκτήτες του κάμπου.

 

Το αγροτικό ζήτημα στην Άρτα

Την περίοδο πριν από την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα εκφράστηκε κυρίως μέσα από τις διεκδικήσεις των ακτημόνων χωρικών για διανομή των εθνικών γαιών και όχι για απαλλοτρίωση των ιδιωτικών μεγάλων γαιοκτησιών.

Μετά το 1881 το  αγροτικό ζήτημα «αναζωπυρώθηκε» αλλά οι διεκδικήσεις των Θεσσαλών και αρτι­νών επίμορτων καλλιεργητών στόχευαν στις ιδιωτικές γαίες πού ανήκαν σέ Οθωμανούς και Έλληνες τσιφλικάδες.

Αρκετές σελίδες έχουν αφιερωθεί στο αγροτικό κίνημα τής Άρτας μετά το 1881, που σήμερα, αρεσκόμαστε να το αποκαλούμε πρόδρομο του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα. Ανεξάρτη­τα από το πόσο ευσταθεί ένας τέτοιος ισχυρισμός, ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναζήτηση των αιτίων που οδήγησαν στον ξεσηκωμό των αρτινών επίμορτων καλλιεργη­τών το καλοκαίρι τού 1881 και που εκφράστηκε κυρίως με την άρνησή τους να παραδώσουν το γεώμορο στους ιδιοκτήτες.

Τελικά η αναταραχή που ξέσπασε στην Άρτα δε στόχευε σε διακανονισμούς και ρυθμίσεις που θα οδηγού­σαν στην αποκατάσταση των επίμορτων καλλιεργητών ως ανεξάρτητων μικροϊδιοκτητών στις γαίες των τσιφλικιών. Κατά κύριο λόγο, η αντίδραση στοχεύει στο σεβασμό και στη διατήρηση των αγροληπτικών σχέσεων που είχαν παγιωθεί επί οθωμανικής κυριαρχίας και,  δευτερευόντως, στην αμφισβήτηση των δικαιωμάτων των γαιοκτημόνων.

Σχετικά με το αγροτικό ζήτημα ονομαστή υπήρξε η διαμάχη μεταξύ Γ. Παχύ και Κ. Καραπάνου.

Ο Κωνσταντίνος Καραπάνος, βασικό πρόσωπο στη διαμάχη για το αγροτικό ζήτημα, ήταν μεγαλοκτηματίας της Άρτας, τραπεζίτης στην Κωνσταντινούπολη, ανασκαφέας της Δωδώνης και τέλος πολιτικός στην Ελλάδα. Γεννήθηκε το 1840 στην Άρτα, γιος του Γεράσιμου Καραπάνου, μέλους μιας από τις πρώτες και πιο πλούσιες οικογένειες της Άρτας την εποχή εκείνη.

Ο Κ. Καραπάνος, βουλευτής Άρτας με το τρικουπικό κόμμα, με πλήθος γνωμοδοτήσεων σπουδαίων νομικών της εποχής υποστήριζε ότι τα τσιφλίκια με τον ελληνικό νόμο ήταν ιδιοκτησίες των τσιφλικάδων που μπορούσαν να τα νοικιάζουν, να κάνουν εξώσεις στους καλλιεργητές κτλ.

Αντίθετα, ο Γ. Παχύς επίσης βουλευτής Άρτας λίγο μετά το 1881 με το Αγροτικό κόμμα υποστήριζε ότι τα τσιφλίκια της Άρτας με τον ελληνικό νόμο ανήκαν στους καλλιεργητές τους, επειδή επί οθωμανικού κράτους  οι τσιφλικάδες δεν ήταν ιδιοκτήτες, απλά είχαν νοικιάσει την είσπραξη του έγγειου φόρου ιδιοκτησίας (γεώμορο).

 

Η εξαγορά των αρτινών τσιφλικιών

Τελικά έπειτα από δικαστικούς αγώνες επικράτησε η άποψη του Κ. Καραπάνου. Για το λόγο αυτό τα χωριά για να μην έχουν τους τσιφλικάδες στο κεφάλι τους επιδόθηκαν, ιδιαίτερα στη διετία 1882-1884, στην εξαγορά των τσιφλικιών.

Την εποχή της προσάρτησης η ύπαρξη μεγάλων γαιοκτησιών στην Άρτα καθώς και η παρουσία του Κωνσταντίνου Καρα­πάνου ως του μεγαλύτερου γαιοκτήμονα τής περιοχής είναι δύο αναμφισβήτητα γεγονότα. Ο Καραπάνος ήταν ιδιοκτήτης 15 από τα 38 τσιφλίκια που ταυτίζονταν με      ισάριθμους οικισμούς. Στην κτηματική του περιουσία συμπεριλαμβάνον­ταν ακόμα αγροί στην κτηματική περιοχή άλλων οικισμών και βοσκοτόπια. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν και η κτηματική περιουσία τον Αβραάμ Πασά-Καρακεχαγιά, στον οποίο ανή­καν 9 ορεινοί οικισμοί-τσιφλίκια.

Σύμφωνα με τον Κ. Καραπάνο, τα τσιφλίκια αυτά είχαν περιέλθει στην ιδιοκτησία του με αγορές που είχε πραγματοποιήσει στα 1872-1873 από τους κληρονόμους του Μουσταφά Ναϊλί πασά.

Την επόμενη της ένταξης η κατανομή των 54 οικισμών της νέας επαρχίας, σύμφωνα με το καθεστώς γαιοκτησίας τους, ήταν ή ακόλουθη: 38 οικισμοί ταυτίζονταν με ισάριθμοι τσιφλίκια, 6 οικισμοί αποτελούσαν κεφαλοχώρια —επικρατούσε η μικρή ιδιοκτησία—, ενώ παραμένει άγνωστο το γαιοκτητικό καθεστώς των 10 υπόλοιπων οικισμών. Στο τέλος του αιώνα η συμμετοχή των δύο πρώτων κατηγοριών στο σύνολο του οικιστικού πλέγματος είχε αλλάξει ριζικά: ο αριθμός των τσιφλικιών είχε μειωθεί σέ 15, ενώ η πλήρης εξαγορά 20 από αυτά είχε αυξήσει τον αριθμό των κεφαλοχωριών σέ 26.

 

Οι εξαγορές στο δήμο Θεοδωρίας

Από τους δήμους που δημιουργήθηκαν αμέσως μετά την προσάρτηση το 1881, ο Δήμος Θεοδωρίας (περίπου ο Καποδιστριακός Δήμος Αθαμανίας) περιλάμβανε 9 οικισμούς – τσιφλίκια, οι οποίοι στη συνέχεια αποτέλεσαν τις αντίστοιχες κοινότητες. Οι κοινότητες αυτές εντάχθηκαν σαν κοινοτικά διαμερίσματα παλαιότερα στον καποδιστριακό Δήμο Αθαμανίας και τώρα στον καλλικρατικό Δήμο Κεντρικών Τζουμέρκων.

Ιδιοκτήτες των οικισμών – τσιφλικιών, σύμφωνα με πηγές του βιβλίου της Αμαλίας Χιωτάκη «Η συμπεριφορά του τραπεζικού κεφαλαίου σε μια αγροτική κοινότητα», κατά την προσάρτηση ήταν οι εξής:

 

 

 

 

Δήμος (1881) Οικισμός (μετέπειτα Κοινότητα) Ιδιοκτήτης Καθεστώς γαιοκτησίας
1881 Μέχρι 1900
Θεοδωρίας Βουργαρέλι (Δροσοπηγής) Αβραάμ πασάς Καρακεχαγιάς τσιφλίκι Εξαγορασμένο
Μίγερη (Τετράκωμο) Αβραάμ πασάς Καρακεχαγιάς τσιφλίκι Εξαγορασμένο
Λιψιστα (Αθαμάνιο) Κ. Καραπάνος Τσιφλίκι Εξαγορασμένο
Μπούγα (Ανεμοράχη) Αβραάμ πασάς Καρακεχαγιάς τσιφλίκι Τσιφλίκι
Καλεντίνη (Καλεντίνη) Λιάμπεης τσιφλίκι Τσιφλίκι
Χώσεψη (Κυψέλη) Κ. Καραπάνος Τσιφλίκι Εξαγορασμένο
Νησίστα (Κεντρικό, Ροδαυγή) Νετζήμπεης Τσιφλίκι Τσιφλίκι
Πιστιανά (Δίστρατο, Πιστιανά) Μετκομπεης Τσιφλίκι εξαγορασμένο

 

 

 

 

 

 

Αναφορά για τις εξαγορές των χωριών γίνεται και στο βιβλίο ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ που εκδόθηκε το 1981 από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Στο προηγούμενο βιβλίο αναδημοσιεύονται τρία βιβλία-άρθρα  σχετικά με το αγροτικό ζήτημα στην Άρτα, λίγο μετά την προσάρτησή της.

Η πρώτη και η δεύτερη είναι του Γ. Παχύ και Κ. Καραπάνου προβάλλοντας τις θέσεις των, για τις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω.

Η τρίτη είναι του Γ. Οικονομίδη δημάρχου Θεοδωρίας για 17 χρόνια. Στο βιβλίο του που γράφτηκε το 1917 αναφέρεται στον αγώνα του για την εξαγορά του Βουργαρελίου από τον Κ. Καραπάνο. Πολύ περιληπτικά ο Γ. Οικονομίδης αναφέρεται και στις εξαγορές των άλλων χωριών ως εξής:

Το χωριό Λειψίστα (Αθαμάνιο) εξαγοράστηκε κατά τα 3/4.

Το χωριό Μηγερι (Τετράκωμο) κατά τα 2/3.

Το χωριό Θεοδώριανα, το οποίο ήταν ιδιόκτητο, περιήλθε σε αδιέξοδο εξαιτίας της αγοράς του λειβαδιού «Κωστηλάτα», κατά 4/5.

Το χωριό Χόσεψη (Κυψέλη) κατά τα 3/4.

Το χωριό Μπούγα (Ανεμοράχη) κατά τα 2/3.

Στο χωριό Καλεντίνη,  πέτυχε μεν η πολιτική της εξαγοράς όπως στα άλλα χωριά, αλλά η ιδιορρυθμία και επίμονη δυστροπία των κατοίκων του διέλυσαν  την αγοραπωλησία.

Τα χωριά Πιστιανά και Νησίστα, για τα οποία εναφρόμαστε στο επόμενο κεφάλαιο, κατά 3/4.

 

  1. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ ΠΙΣΤΙΑΝΑ ΚΑΙ ΝΗΣΙΣΤΑ

Οι περιοχές των χωριών Πιστιανά και Νησίστα έχουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή πριν το 1881 εκτείνονταν εκατέρωθεν του Άραχθου. Με την προσάρτηση της ανατολικής όχθης του ποταμού το 1881, τα τμήματα που πέρασαν στο ελληνικό έδαφος ονομάστηκαν Πιστιανά και Νησίστα αντίστοιχα. Αργότερα με την απελευθέρωση της Δυτικής Όχθης το 1912, τα υπόλοιπα των χωριών που απελευθερώθηκαν ονομάστηκα Πιστιανά Νέας Ελλάδας (σήμερα Πιστιανά) και Νησίστα Νέας Ελλάδας (σήμερα Ροδαυγή), ενώ της απέναντι όχθης που είχαν απελευθερωθεί νωρίτερα ονομάστηκαν Πιστιανά Παλαιάς Ελλάδας (σήμερα Δίστρατο) και Νησίστα Νέας Ελλάδας (σήμερα Κεντρικό).

Σύμφωνα με το βιβλίο της Αμ. Χιωτάκη, που αναφέρθηκε προηγουμένως, το 1881 τα Πιστιανά και η Νησίστα ανήκαν στην κατηγορία των τσιφλικιών, τα Πιστιανά ήταν τσιφλίκι του Μετκόμπεη και η Νησίστα τσιφλίκι του Νετζήπεη. Τα επόμενα χρόνια εξαγοράστηκαν όπως αυτό συνέβη με τα περισσότερα χωριά της περιοχής. Πότε ακριβώς και από ποιον εξαγοράστηκαν δεν δίνονται περισσότερες πληροφορίες.

Σύμφωνα με τον Γ. Οικονομίδη, που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ, τα χωριά Νησίστα (Κεντρικό) και Πιστιανά (Δίστρατο) «κτηθέντων οιωνεί δωρεάν ένεκα της μη εγκαταστήσεως εν αυτοίς υφ ημών διατασσομένων περί του εναντίου των τσιφλικούχων μπέηδων ως και της παραπομπής αυτών εις τα δικαστήρια», έγινε εξαγορά κατά τα 3/4. Περισσότερες λεπτομέρειες για την παραπάνω κτήση «οιωνεί δωρεάν» δεν καταφέραμε να βρούμε. Φαίνεται ότι η κατά του Γ. Οικονομίδη «δωρεάν κτήση» αναφερόταν μόνο στις ιδιοκτησίες και όχι στο δάσος. Έτσι το δάσος τουλάχιστον του Διστράτου κληρονομήθηκε από το δημόσιο σε αντίθεση με άλλα χωριά που το εξαγόρασαν και είναι κοινοτικό.

Πέραν των παραπάνω οι πηγές για το ιδιοκτησιακό καθεστώς μετά την προσάρτηση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες. Το αρχείο του υποθηκοφυλακείου Βουργαρελίου, απ’ όπου θα μπορούσε να βρεθεί η αρχή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της περιοχής, έχει καεί δυο φορές, μια φορά από τους Γερμανούς και άλλη στον εμφύλιο. Τα γραφεία της Κοινότητας Δίστρατου έχουν επίσης καεί από τους Γερμανούς. Μια ελπίδα που είχαμε στο Κτηματολόγιο διαψεύσθηκε επειδή όσοι κατέθεσαν τίτλους αναφέρονταν σε χρησικτησία χωρίς να αναφέρονται στους προηγούμενους και προ-προηγούμενους πωλητές. Περίπου ανύπαρκτα τα χαρτιά που να μαρτυρούν το ιδιοκτησιακό καθεστώς πριν το 1900.

 

Πιστιανά

Ξεχασμένη στο βάθος μιας κασέλας (σεντουκιού) της Μ. Βόβλα (1892-1991) βρέθηκε μια δικαστική απόφαση επί αγωγής «Εν ονόματι του Βασιλεώς των Ελλήνων Γεωργίου του Α΄, Αρθ. 70/7-10-1882».Ενάγων κάποιος Βελίκος Αυλάν Τσαους Καστρινός, ιδιοκτήτης ή πληρεξούσιος, και εναγόμενοι ένδεκα κάτοικοι Πιστιανών επαρχίας Τζουμέρκων. (Αναγνώστης Κοντός, Νικόλαος Σιαφαρίκας, Βασίλειος Πρέντζας, Σπύρος Μήτσος, Χρήστος Αθανασίου, Βασίλειος Γιαννάκης, Βαγγέλης Μήτσος, Αθανάσιος Βόβλας, Δημήτριος Αποστόλης και Χρήστος Τσαρακλής). Αντικείμενο της διαφοράς η πληρωμή γραμματίου 50 οθωμανικών λιρών από Φεβρουάριο 1880. Οι κάτοικοι αυτοί, πρόγονοι σημερινών  κατοίκων του Διστράτου κυρίως του Τραπεζακίου, όφειλαν το χρέος προφανώς από αγορά τμήματος του χωριού. (Οι Τούρκοι πριν το 1881 πουλούσαν τις ιδιοκτησίες που σε λίγο θα βρίσκονταν σε ελληνικό έδαφος). Κάποιοι από τους οφειλέτες (Αν. Κοντός, Νικ. Σιαφαρίκας και Χρ. Τσαρακλής) είχαν περιουσίες και στην απέναντι επί του οθωμανικού περιοχή, η οποία αποτέλεσε εγγύηση για πληρωμή του χρέους.

Έτσι, βρέθηκε η αρχή των ιδιοκτησιών, για το Τραπεζάκι και κάποιων άλλων παραποτάμιων εκτάσεων. Το υπόλοιπο χωριό πρέπει να ανήκε στο τσιφλίκι του Μετκόμπεη, το οποίο εξαγοράστηκε αργότερα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μετακίνηση κατοίκων από το απέναντι του Αράχθου τμήμα των Πιστιανών που παρέμεινε στο οθωμανικό έδαφος (Νταλαίοι κτλ που το όνομα απαντάται και σήμερα στα δύο απέναντι χωριά). Γλαφυρή περιγραφή για τον τρόπο μετακίνηση και κατάληψης των εκτάσεων γίνεται παρακάτω σε δικαστική απόφαση που αναφέρεται στη Νησίστα και αναφέρεται στις αθρόες μετακινήσεις από το απέναντι τμήμα του χωριού (σήμερα Ροδαυγή) στο δώθε (σήμερα Κεντρικό). Όπως και στο Κεντρικό, η έκταση του τσιφλικιού που πέρασε στο ελληνικό αποτέλεσε τα όρια της μετέπειτα κοινότητας Διστράτου, η οποία μέχρι τότε ήταν βοσκότοπος με ελάχιστους ή καθόλου κατοίκους.

Ο Σερ. Ξενόπουλος το 1884 αναφέρει την έκταση του χωριού σαν Λυκούρες (Λυπούρας) επειδή είχε πολλούς λύκους, και το περιγράφει ως εξής (ποτ. Ίναχος είναι ο Άραχθος)

«ΚΒ΄) Πιστιανά ή Οπισθιανά Νέα, χωρίον απέναντι του παλαιού κείμενον και διαχωριζόμενον τπό του Ποταμ. Ινάχου. Αυτόθι ην ποτε χωρίον, Λυπούρας καλούμενον, όπου μετά την μεταπολίτευσιν, εν έτει 1881, κατέφυγον 50 οικογένειαι, αποφεύγουσαι τον πολυχρόνιον και ανυπόφορον τυραννικόν ζυγόν. Αύται εκκλησιάζονται εις μικρόν τινα πεπαλαιωμένον ναόν της αγίας Τριάδος, ιερουργούμενον υπό ιερέω δύω. Εν τη περιφερεία του χωρίου υπάρχουσι παρεκκλήσιά τινα ηρειπωμένα όμως πάντα, οίον του αγίου Νικολάου, των Ταξιαρχών, του αγίου Γεωργίου και του Ευαγγελισμού, όπερ λέγεται ότι υπήρξε ποτέ Μονή, δια και Παλαιομονάστηρον καλείται».

Από πληροφορίες το μεγαλύτερο τμήμα του χωριού που πέρασε στο ελληνικό (Δίστρατο) εξαγοράστηκε από τον Χρ. Τσαρακλή. Από τον ίδιο κάποιες εκτάσεις στα όρια του χωριού παραχωρήθηκαν σε ακτήμονες για να παίζουν το ρόλο συνοριοφυλάκων (Φαρμάκης στα όρια με Καλεντίνη, Ρόβας στο Ξεράκι, Μαντζέλος στην Τσοπάδα, Ρέντζος στην Ασφακούλα, Κ.  Γεωργάκης στα Κατσανάδια όρια με Ανεμοράχη και Μπαρούχος στα όρια με Νησίστα). Άλλες εκτάσεις στο κέντρο του χωριού αγοράστηκαν από παραχειμάζοντες κτηνοτρόφους από τα Σχωρέτσαινα (Καταρράκτης) (Τζαμακαίοι, Φλωραίοι, Φωταίοι). Αγορές εκτάσεων από τον Χρ. Τσαρακλή έγιναν και από άλλους κατοίκους του χωριού, όπως στην περιοχή «Ρεπανίδα» (Κονταίοι, Βοβλαίοι, Νατσικαίοι). Αθρόες αγορές από τους νέους οικιστές εκτάσεων που ανήκαν στους απέναντι ή σε άλλα χωριά των Τζουμέρκων έγιναν τα επόμενα χρόνια μετά την προσάρτηση, όπως μαρτυρούν τα ονόματα των χωραφιών (Ζυγουραίικο, Μελισσουργιώτη, Κομζιάδια κτλ).

 

Νησίστα

Από το Πρωτοδικείο Άρτας έγινε μια έρευνα και καταγραφή των αποφάσεων μετά την υπαγωγή της πόλης και της ανατολικής όχθης στο ελληνικό κράτος το 1881 (ερευνήτριες: Κατ. Πατσαλιά και Λόλα Τερζοπούλου) Πρόκειται για ιστορικές αποφάσεις που αναφέρονταν κυρίως στο λεγόμενο αγροτικό ζήτημα που δημιούργησαν και σχετική νομολογία.

Μια από αυτές, η αρ. 132/1884, αναφέρεται σε αγωγή του Νετζίμπεη τσιφλικά της Νησίστας κατά «Ζαχ. Γιώτη και λοιπών κατοίκων του χωριού Νησίστα». Ο Νετζίμπεης αναφέρει στην αγωγή του ότι ήταν κύριος του χωριού Νησίστα, το οποίο χωριζόταν από τον Άραχθο σε δύο περίπου ίσα κομμάτια, και μετά το 1881 το ένα είχε παραμείνει στο οθωμανικό έδαφος, το δε άλλο είχε περιέλθει στο ελληνικό. Το δεύτερο επί του ελληνικού εδάφους στην αριστερή όχθη του Άραχθου, όπως αναφέρεται στην απόφαση, «κειμένει επί του δήμου Θεοδωρίας της επαρχίας Τζουμέρκων και οριοθετούμενο ΒΑ με γαίας και άγριο τόπο των χωρίων Χόσεψι και Μπούγα, ΑΜ με γαίας των χωρίων Πιστιανά και Μπούγα, ΜΔ με ποταμό Άραχθο και ΒΔ με γαίας χωρίων Ράμιας  και ποταμόν Άραχθον, συνισταμένης δε από γαίας καλλιεργούμενας, καλλιεργήσιμους, βοσκής, δάση και όρη και περιλαμβάνουσα προσέτι 15 περίπου οικίας, ων τινες εχρησίμευον δι’ αποθήκευσιν καρπών του χωρίου, τινες δε προς κατοικίαν των καλλιεργητών τους, των πλειότερων εξ αυτών διαμενόντων σταθερώς εις τας εν τω χωρίω εν τω Τουρκικώ μείναντα οικήματα και καλύβας», αποτελεί την έκταση της μετέπειτα κοινότητας Νησίστα Π.Ε. και αργότερα Κεντρικόν. Την έκταση αυτή, αναφέρει η απόφαση, καλλιεργούσαν οι εναγόμενοι (Ζαχ. Γιώτης και λοιποί) μέχρι το 1881 πληρώνοντας μερίδιο (γεώμορο) 30% χωρίς ποτέ ως τότε να αμφισβητήσουν τα δικαιώματα του τσιφλικά. Όμως, το 1881, «ήτοι άμα τη καταλήψει της Ηπειρωτικής χώρας υπό των Ελληνικών στρατευμάτων λήγοντος του Ιουνίου του έτους τούτου και άμα τη υπό των εν τη πεδιάδι Άρτης αγροτών γενομένη εξεγέρσει κατά των ιδιοκτητών, οι αντίδικοι διαβάντες αθρόοι τον Άραχθον μετά των ζώων και οικογενειών των, εκ συστάσεως και από κοινού συμφέροντος κινούμενοι αποφασίσαντες  προς αλλήλους αμοιβαίαν συνδρομήν όπως των αφαιρέσωσι την ιδιοκτησίαν του κατέλαβον παρανόμως άπασαν την ανωτέρω περιγραφομένην έκτασιν γης την αποτελούσαν καθα είρηται το έτερον ήμισυ εντεύθεν του Αράχθου του χωρίου του Νησίστα και πήξαντες εντός αυτής καλύβας ενεκατεστάθησαν εν αυτή παρακωλύοντες ούτων έργω την επ’ αυτής ελευθέραν της κυριότητός του ενάσκησιν, εξακολουθούντες δε έκτοτε μέχρι σήμερον να κατέχωσι κοινή ταύτην και αρνούμενοι την απόδοσιν του οφειλομένου επί των καρπών γαιωμόρου και εμποδίζοντες την υπό των μισθωτών του χρήσιν των εν αυτή βοσκών αποστέργουσι να τον γνωρίσωσιν ως κύριον αυτής προβάλλοντες αδικαιολογήτως ότι αυτοί εισί κύριοι μετά την μετά της Ελλάδος ένωσιν». Η πράξη αυτής της κατάληψης ήταν η αρχή και η πλήρης εξαγορά έγινε αργότερα μετά το  1900. Όμως η απόφαση αυτή παρουσιάζει ενδιαφέρον ως εξής.

Η έκταση που αναφέρεται ταυτίζεται περίπου με τα όρια της πρώην κοινότητας και τώρα Δημοτικού Διαμερίσματος Κεντρικού (Νησίστα Π.Ε.). Η έκταση αυτή το 1881 είχε ελάχιστα σπίτια (κυρίως καλύβες ή αποθήκες) και ελάχιστους ή καθόλου μόνιμους κατοίκους. Οι οικισμοί με την ένοια που δίνουμε σήμερα δημιουργήθηκαν μετά την προσάρτηση κυρίως από την μετανάστευση των κατοίκων του απέναντι τμήματος του τσιφλικιού. Ένα άλλο συμπέρασμα είναι ότι η πράξη αυτή των κατοίκων ακολούθησε τότε την εξέγερση της πεδιάδας της Άρτας, προφανώς παρακινούμενη, η οποία προηγήθηκε κατά πολύ αυτής των θεσσαλών αγροτών που γνωρίζει όλη η Ελλάδα και κατέληξε στο Κιλελέρ.

Ο Σερ. Ξενόπουλος στο βιβλίο του ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΠΡΕΒΕΖΗΣ (1884) αναφέρεται στην έκταση του σημερινού Κεντρικού και επιβεβαιώνει τα παραπάνω ως εξής:

«ΚΑ΄) Νισήστα Νέα, χωρίον οικούμενον υπό οικογενειών 120, εκκλησιαζομένων εν τω ναώ του αγίου Νικολάου και ευλογουμένων υπό 3 ιερέων. αυτόθι υπάρχουσι και δύο ηρειπωμένα παρεκκλήσια της αγ. Τριάδος και του αγ. Γεωργίου. Το χωρίον τούτο κείται προς ανατολάς του παλαιού επί λόφου και διαχωρίζεται υπό του ποταμού Ινάχου, όπου υπήρχε ποτε Παλαιοχώριον, Ναζαίοι καλούμενον, ως εκ των ερειπίων οικιών δηλούται. Εις την νέαν ταύτην Νισήσταν μετηνάστευσαν αι ανωτέρω οικογένειαι άμα τη καταλήψει του Ηπειρωτικού θέματος υπό του Ελληνικού Στρατού, εν έτει 1881, αποφεύγουσαι την πολυετή τυραννικήν Τουρκοκρατείαν και τους άλλως τυραννικωτέρους ιδιοκτήτας, ή μάλλον ειπείν άρπαγας Ιωαννίτας Οθωμανούς».

 

 

ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. ΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΓΙΑΝΝΙΩΤΙΚΟ ΠΑΣΑΛΙΚΙ. Χώρος, διοίκηση και πληθυσμός στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο (1820-1913). ΜΙΧ. ΚΟΚΟΛΑΚΗΣ(2003)
  2. ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ. 1. Γεωρ. Παχύ: Το εν Ηπείρου αγροτικό ζήτημα (1882). 2. Κων. Καραπάνου: Η Δημοκοπία αγωνιζόμενη να δημιουργήσει αγροτικό ζήτημα (1882). 3. Γεωργίου Οικονομίδου: Η εξαγορά του Βουργουρελίου
  3. Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΕ ΜΙΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Η περίπτωση της τράπεζας Ηπεροθεσσαλίας στην Άρτα (1994). ΑΜ. ΧΙΩΤΑΚΗ
  4. ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΠΡΕΒΕΖΗΣ (1884) ΜΗΤΡ. ΣΕΡ. ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ
  5. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΡΤΗΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΕΤΩΝ 1882-1884. ΚΑΤ. ΠΑΤΣΑΛΙΑ – ΛΟΛΑ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΥ
  6. Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΤΗΣ (2018) ΕΠΙΣ. – ΜΑΡ. ΛΙΑΠΑΤΑ
  7. Η ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡΙΣ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ 1881-1981 (1982) ΔΗΜ. ΚΑΡΑΤΖΕΝΗΣ
  8. ΔΙΣΤΡΑΤΟ Σελίδες από την ιστορία του (1993) ΧΡ. ΝΤΑΛΑ
  9. ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗΝ ΑΡΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΤΗΣΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ. ΚΩΝ. ΠΑΝΑΓΟΥ
  10. ΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΤΑ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ (μέσα 19ου – αρχές 20ου αιώνος) ΒΑΣ. ΜΑΛΑΜΑΣ