ΜΙΑ ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΤΑ ΤΟΥ 1816
Η πανώλης στην Άρτα του 1816 όπως την περιγράφει ο Πουκεβίλ

Του Χρήστου Ντάλα

Με τον κορωνοϊό μπήκε στο καθημερινό λεξιλόγιο μας και η πανδημία.
Μάθαμε πόσο οι ιοί, αυτοί οι αόρατοι εισβολείς, ήταν υπεύθυνοι για εκατόμβες θυμάτων και πως επηρέασαν την πορεία της ανθρωπότητας.
Ο λοιμός της Αρχαίας Αθήνας το 430 π.Χ. που περιγράφει ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιο και σκότωσε τον ίδιο τον Περικλή, αφάνισε πάνω από το ένα τέταρτο του πληθυσμού της. Από πολλούς υποστηρίζεται ότι ήταν η αιτία της παρακμής της Αθήνας και της ήττας στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Η πανώλης (πανούκλα), που ονομάστηκε και “μελάς θάνατος” για πολλούς αιώνες υπήρξε από τις φοβερότερες μάστιγες της ανθρωπότητας.

Στην εποχή του Ιουστινιανού σκότωσε εκατομμύρια ανθρώπων και επηρέασε την πορεία του Βυζαντίου.
Δύο μεγάλες πανδημίες πανούκλας στην Ευρώπη του Μεσαίωνα (και την Άρτα), το 1347 και 1522-1525, λέγεται ότι αφάνισαν το 60% του πληθυσμού της και έφεραν το τέλος της δουλοπαροικίας, επειδή πέθανε το μεγαλύτερο μέρος των εργατικών χεριών.
Η πιο πρόσφατη πανδημία της ισπανικής γρίπης (Η1Ν1) στην Ευρώπη του 1918, που μεταφέρθηκε από Αμερικανούς στρατιώτες στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε 50-60 (κατ’ άλλους 100) εκατομμύρια θύματα.

Τώρα με τον κορωνοϊο πολλοί προφητεύουν κατάρρευση των πολιτικών συστημάτων και τίποτα θα μείνει όπως πριν.
Το 19ο αιώνα η πανώλης είχε σχεδόν εξαφανιστεί από την Ευρώπη. Παρέμειναν όμως εστίες σε κάποιες περιοχές της Τουρκίας από όπου μεταφέρθηκε στην Αδριατική και από εκεί στην υπόλοιπη Ήπειρο. Στην Άρτα μεταφέρθηκε το 1916 από δύο χωρικούς, οι οποίοι είχαν πάει στην Αλβανία για θέρισμα.

Ο Σερ. Ξενόπουλος αναφέρεται στην πανδημία στο βιβλίο του “Δοκίμιο ιστορικό περί Άρτας και Πρεβέζης” (1884). Μεταφέρει μάλιστα την πληροφορία ότι την αρρώστια έφερε επίτηδες ο Αλή Πασάς μοιράζοντας μολυσμένα ρούχα στους φτωχούς. Τούτο για να αρπάξει τις περιουσίες και να αποφύγει το ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον περίμενε τιμωρία επειδή η Υψηλή Πύλη τον υποψιάζονταν.
Εξαιρετικό το άρθρο του Γ.Μ. Καρατσιώλη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Σκουφάς” “Η επιδημία πανώλης στην Άρτα του 1816”, απ’ όπου λάβαμε πολλά στοιχεία για το παρόν σημείωμα.
Πηγή όμως όλων των πληροφοριών σχετικά με την πανώλη στην Άρτα του 1816 αποτελεί το βιβλίο του Πουκεβίλ “ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ”. O Φρ. Πουκεβίλ ήταν Πρόξενος της Γαλλίας στην Πάτρα και ο αδερφός του Ούγκο Πουκεβίλ Υποπρόξενος στην Άρτα. Τα βιβλία του 4ο, 5ο και 6ο αναφέρονται στην Ήπειρο και στο 4ο Κεφ. του 5ου βιβλίου (σελ. 245-248) περιγράφεται η πανούκλα του 1816.

Πρόκειται για μία συγκλονιστική περιγραφή από πρώτο χέρι της φοβερής αρρώστιας.

Όταν ξέσπασε η πανδημία, αναφέρει Πουκεβίλ, η Άρτα ήταν μία μεγάλη πόλη για την εποχή με περ. 9.000 κατοίκους. Μετά το τέλος της αφανίστηκε το 1/3 του πληθυσμού της περ. 3.000 άνθρωποι.
Οι αρχές της πόλης (Βοεβόδας, Καδής, Μητροπολίτης, υποπρόξενος) προσπάθησαν στην αρχή να το κρύψουν και όλοι έμεναν στη θέση τους. Όπως και σήμερα, σκόπευαν να κλείσουν τους ναούς επειδή εκεί συγκεντρώνονταν άνθρωποι για την λατρεία και μετέδιδαν την αρρώστια. Το ρόλο του….Τσιόδρα έπαιζε κάποιος γιατρός του Αλή Πασά.
Το μυστικό όμως δεν ήταν δυνατόν να φυλαχθεί όταν κυκλοφορούσαν άνθρωποι που παραληρούσαν με το δέρμα να αποκολλάται και να πεθαίνουν δεκάδες κάθε μέρα. Όταν ανακοινώθηκε επίσημα ακολούθησαν σκηνές αλλοφροσύνης. Ο Δεσπότης με μαύρη καλύπτρα γύριζε την πόλη ψάλλοντας νεκρώσιμη ακολουθία και αναγγέλλοντας την άφιξη του εξολοθρευτή αγγέλου. Περ. 300 οικογένειες έφυγαν στο Πετροβούνι πάνω από την Άρτα (βουνό της Παναγίας) όπου έστηναν καλύβες. Μερικοί κατέφυγαν στις μονές Κ. Παναγιάς, Θεοτόκου και Βλαχέρνας, άλλοι κατέφυγαν στην αλλοδαπή. Ο Υποπρόξενος εγκατέλειψε την κατοικία του και αφού περιπλανήθηκε στα δάση έφθασε στο Μεσολόγγι και από εκεί στην Πάτρα. Όταν γύρισε μετά 18 μήνες έμαθε για την οργή του Βεζύρη επειδή δεν κατάφερε να αποτρέψει τη νόσο και το ότι φυλάκισε πλήθος χριστιανών για να τους πάρει τα κληρονομικά. Στο τέλος μία ελπιδοφόρα παράγραφος ότι μετά την πανδημία “Η φύση σε προσκαλεί να στεριώσεις στις όχθες του Ινάχου (Αράχθου) με τις πορτοκαλιές, λεμονιές, ελιές και όλα τα δέντρα που δίνουν ολοζώντανη την εικόνα της χώρας των Εσπερίδων”. Γράφει ο Πουκεβίλ

Η Άρτα, στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα, έχει ένα ανάκτορο τον Βεζύρη, μια προξενική κατοικία, χτισμένη με χρήματα της Γαλλίας, που ωστόσο, αμφισβητείται η κυριότητά της από τότε που δεν μπορεί να διεκδικήσει τα δικαιώματά της η Γαλλία, παρά μόνο με τη δικαιοσύνη. Ανεξάρτητα από αυτές τις οικοδομές, που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, παρατηρούμε ακόμα μέσα στην πόλη την Αρχιεπισκοπή, είκοσι έξι ελληνικές εκκλησίες, επτά εβραϊκές συναγωγές και πέντε τζαμιά. Όλα αυτά, νομίζω, είναι αρκετά να δώσουν το πλαίσιο μιας μεγάλης πόλης. Και όμως μέτρησαν εκεί μόλις εφτά χιλιάδες ‘Έλληνες, οχτακόσιους Μωαμεθανούς και περίπου χίλιους Εβραίους, που οι περισσότεροί τους κατάγονται από την Απουλία και την Καλαβρία της Ιταλίας. Αυτός ήταν ο πληθυσμός της, όταν ξέσπασε η πανούκλα, τον Μάιο τον 1816.
Η είδηση της εκδήλωσης της πανούκλας έφτασε μέχρι τα παράλια της Πελοποννήσου. Η είδηση αυτή για την πανούκλα με άφησε άναυδο. Ο αδελφός μου βρισκόταν στην Άρτα και απ’ ό,τι έμαθα από φήμες, αυτός έμεινε εκεί για να καταπραΰνει την ανησυχία του κόσμου και να καταλαγιάσει την αναρχία, που σε παρόμοιες περιστάσεις ξεσπάει. Τον κράτησε ο Βοϊβόδας για να καταπραΰνει με την παρουσία του τον αναβρασμό ενός λαού που του έλειπε το ψωμί, γιατί η κακοβουλία του, που συνταιριάζει την οργή με τις επιδημίες, τον οδήγησε να σπάσει τους υδαταγωγούς, που κινούσαν τους μύλους, κι έ-τσι η αγορά έμεινε χωρίς αλεύρι.

Έκρυβαν, λοιπόν, τη φύση της αρρώστιας για να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Και καθώς έβλεπαν τον ίδιο τον Πρόξενο της Γαλλίας να βρίσκεται στη θέση του, παρηγοριόντουσαν οι άνθρωποι ότι δεν θα χτυπηθούν από την επιδημία. Έτσι, όπως συνήθιζε, διαβεβαίωνε και καθησύχαζε έναν πληθυσμό, που δεν αποζητούσε, παρά το πρόσχημα για να μπουκάρει στα σπίτια των πλουσίων και να τα λεηλατήσει, νομίζοντας ότι εκεί θα βρει προμήθειες. Δούλευαν ταυτόχρονα για να αποκαταστήσουν τη ροή των νερών και μελετούσαν να δώσουν εντολή να κλείσουν οι χώροι οι αφιερωμένοι στη λατρεία, γιατί εκεί συγκεντρώνονταν οι άνθρωποι και μετέδιδαν τις αναθυμιάσεις της αρρώστιας και έτσι έπαιρνε έκταση η μόλυνση. Οι κληρικοί παρηγορούσαν τους δυστυχισμένους αυτούς ανθρώπους, ο Βοϊβόδας μοίραζε ελεημοσύνες σε τρόφιμα και ο Πρόξενος της Γαλλίας πήγαινε κάθε μέρα στους τόπους όπου είχαν μεταφέρει τους χτυπημένους από την πανούκλα, για να τους ενθαρρύνει. Ωστόσο, το μυστικό δεν μπόρεσε να φυλαχτεί, όταν είδαν να εμφανίζεται στην πόρτα του λοιμοκαρτηρίου, που μόλις διαμόρφωναν, μια κοπέλα που παραληρούσε με το δέρμα γεμάτο από φλύκταινες, που αποκολλούνταν, όπως τα λέπια ενός ψαριού που έχει προσληφθεί από σήψη. Η αρρώστια, που θέριζε ήδη δεκαπέντε με είκοσι άτομα κάθε μέρα, εκδηλώθηκε πια και οι αρμόδιοι αποφάσισαν να το πουν στον λαό.
Μέσα σ’ αυτήν τη γενική εικόνα, εμφανίστηκε ένας από τους επισκόπους της Μητρόπολης, ντυμένος με τα λατρευτικά άμφια και με το κεφάλι σκεπασμένο με μια μαύρη καλύπτρα. Κάτω από το φως των νεκρικών πυρσών που κρατούσαν οι διάκοι τον, σκόρπιζε αγιασμό στην πόλη, αναγγέλλοντας την άφιξη τον εξολοθρευτή αγγέλου. Στην πομπή του αυτή δεν τον ακολουθούσε καθόλου κόσμος και η φωνή τον ήταν η μόνη που ακουγόταν να ψάλλει τον νεκρώσιμο ύμνο τον Αγίου Ιωάννου τον Δαμασκηνού:
Στο συμπόσιο της ζωής δεν παίρνουμε μέρος παρά μια μόνη μέρα.

Κάθε ελπίδα είχε χαθεί. Ένα μέρος τον πληθυσμού είχε αποσυρθεί στο βουνό της Παναγίας, όπου έχτισαν καλύβες. Ο αδελφός μου εγκατέλειψε την κατοικία του και πήρε το δρόμο για την Ακαρνανία. Αφού περιπλανήθηκε μέσα στα δάση, έφτασε στο Μεσολόγγι, όπου έμεινε σε καραντίνα, απ’ όπου, σε συνέχεια, ήρθε και με βρήκε στην Πάτρα… Δυο μήνες αργότερα μάθαμε από ένα γράμμα τον Αρχιεπισκόπου Πορφύριου, που είχε καταφύγει στο Βραχώρι της Αιτωλίας, ότε δυο χιλιάδες τριακόσιες ψυχές είχαν πεθάνει από την επιδημία… Την άνοιξη τον 1817 είχαν επιζήσει τα δυο τρίτα τον πληθυσμού.
Πέρασαν δεκαοχτώ μήνες από τότε που έκλεισαν οι τάφοι και ο αδελφός μου άφησε την Πελοπόννησο για να επιστρέψει στην έδρα του. Μόλις πληροφορήθηκαν στην Άρτα ότι πλησίαζε, ο Αρχιεπίσκοπος, ο Καδής, ο Βοϊβόδας και ότι έμεινε από τα σημαντικά πρόσωπα της πόλης, έσπευσαν να τον προϋπαντήσουν. Και αυτοί οι δυστυχισμένοι δεν ήταν οι τελευταίοι που έμαθαν την επιστροφή του. Εκεί έμαθε με λεπτομέρειες ότι, επειδή δεν είχε καταφέρει να αποτρέψει την πανούκλα, προκάλεσε την οργή τον Βεζύρη, το ίδιο φοβερή με την πανούκλα. Ο Βεζύρης είχε φυλακίσει ένα πλήθος χριστιανών για να τους ζητήσει τα κληρονομικά. Του έδειξε τις πόρτες της προξενικής κατοικίας σπασμένες και χωρίς να του μιλήσει γι’ αυτές τις ζημιές της, κατόρθωσε να αφοπλίσει εκείνον για τον οποίο δεν σκέφτηκε τίποτε όταν νόμισε ότι βλάφτηκε η απληστία του.

Είναι αλήθεια, ότι η Άρτα, αν και καταστραμμένη από την πανούκλα, που κράτησε περισσότερο από δεκαοχτώ μήνες, ξαναγεννήθηκε από τις στάχτες της. Η ομορφιά τον ουρανού της, η γλυκιά της θερμοκρασία γρήγορα προσέλκυσαν νέους ανθρώπους, νέους κατοίκους. Η φύση σε προσκαλεί να στεριώσεις στις όχθες του Ινάχου. Συστάδες από πορτοκαλιές, λεμονιές, ελιές και όλα τα δέντρα δίνουν ολοζώντανη την εικόνα της χώρας των Εσπερίδων. Κήποι, που ποτίζονται από πολυάριθμα ρυάκια, προσφέρουν τα φρούτα τους και διάφορα λαχανικά. Οι κάτοικοι προσπορίζονται όχι μόνο τα αναγκαία για να καλύψουν τις οικονομικές τους ανάγκες, αλλά παράγουν ολόκληρους θησαυρούς, που διατίθενται σ’ όλη τη νότια Ήπειρο.

Σε άλλο σημείο ο Πουκεβίλ αναφέρεται στα φοβερά συμπτώματα της αρρώστιας και τα ίχνη που άφησε στον πληθυσμό χρόνια μετά.
Η πανούκλα τέλειωσε. Τα υπολείμματα του πληθυσμού επέστρεψαν στην πόλη. Η επιδημία, που δεν σταμάτησε να χτυπά παρά μόνο όταν στέρεψε τα δηλητήριό της, έδειξε κατά τη διάρκεια των φάσεων της όλα τα χαρακτηριστικά και φοβερά καπρίτσια της κακίας της. Χωρίς να μιλήσουμε για πονοκεφάλους, για εμετούς και πυρετούς χαρακτηριστικούς αυτής της αρρώστιας, τα άλλα συμπτώματά της ήταν τόσο διαφορετικά όσο και φοβερά. Όλοι οι άνθρωποι που προσβλήθηκαν από την ασθένεια αυτή δεν έζησαν περισσότερα από σαράντα οχτώ ώρες.

Μερικοί ασθενείς που τους κατάτρωγε η δίψα που έκαιγε τα σωθικά τους, έσβηναν πριν από το βουβωνικό εξάνθημα. Άλλοι είχαν το στήθος και το κορμί τους ολόκληρο σκεπασμένο από ένα εξάνθημα όμοιο με την κορινθιακή σταφίδα. Σ’ άλλους έβλεπε κανείς μεγάλους άνθρακες, που αποχωρίζονταν, με τη διαπότιση, σαν τεράστιες φουσκάλες, που η πτώση τούς άφηνε τα πλευρά και τα κόκκαλα ακάλυπτα και άλλους να έχουν βουβώνα στις αρθρώσεις. Χάθηκαν όλοι. Άνθρωποι αδύναμοι πέθαιναν από κατάπτωση, βογγώντας, και τα πτώματά τούς έπεφταν κομμάτια κομμάτια, σαν να είχαν σαπίσει. Άλλοι πέθαιναν από σπασμούς λύσσας. Ένας μικρός αριθμός ανθρώπων διατηρούσαν τη λογική τους μέχρι την τελευταία τους στιγμή ενώ οι περισσότεροι σκαρφάλωναν στις στέγες των σπιτιών, μέσα σε παράφορο παραλήρημα και σπασμούς μανίας, βγάζοντας απαίσιες κραυγές. Θεωρούσε κανείς ευτυχισμένους εκείνους που πέθαιναν αμέσως. Πολύ συχνά οι άνθρωποι όταν μιλούσαν πάθαιναν ιλίγγους, τα μάτια τους φλογίζονταν, μίλαγαν δυνατά και ξαναμμένοι όπως ήταν, ρίχνονταν στο ποτάμι ή στα πηγάδια.

Ένα γενικό παραλήρημα κυρίευε το μυαλά τους. Οι άνθρωποι της υπηρεσίας μου, αναμφίβολα φοβισμένοι που είδαν να χάνονται μπροστά στα μάτια τους τόσοι άνθρωποι, μπήκαν στο σπίτι μου, ακόμα και στο δωμάτιό μου, που από το φόβο τους το παραβίασαν, για να μου πουν πως άκουσαν μια φωνή που τους έλεγε ή μάλλον που τους διέταζε να φύγουν απ’ αυτό το μέρος.
Αφού πια σταμάτησε η επιδημία, οι Έλληνες πιστεύουν ότι βλέπουν πάνω στο βουνό της Παρθένου μια υπέργηρη γριά που φωνάζει «Ακόμη, ακόμη!». Τα μάτια τους είναι άρρωστα. Οι κληρικοί βεβαιώνουν πως είδαν να βγαίνουν φωτιές από τους τάφους. Η θέση μου είναι αξιοθρήνητη. Φεβρουάριος 1818